ιστορικως

ιστορικως
    ἱστορικῶς
    по примеру историков, т.е. основательно, обстоятельно
    

(λέγειν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιστορικως" в других словарях:

  • ἱστορικῶς — ἱστορικός exact adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • образьно — (8) нар. Образно, иносказательно, в переносном смысле: ѿтолѣ ѹбо начинаѥть. •д҃ ѥ цр(с)твиѥ, ѥже Данилъ на •д҃ хъ звѣрехъ видѣниѥ. •д҃ мѹ звѣри боле инѣхъ ѡбразно именѹѥ(т). (τροπικῶς) ΓΑ XIII–XIV, 131г; ре(ч) бо: ѡстанкы ѹсѣнични˫а по˫адѧть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • Αβενσεράγοι — Οικογένεια ή φυλή Μαυριτανών, που οφείλει το όνομά της στον γενάρχη της, Γιουσούφ Μπεν Σεράχ. Οι Α., για τους οποίους λίγα πράγματα είναι ιστορικώς εξακριβωμένα, εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία τον 8ο αι. και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα δρώμενα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαγορά — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 500 μ., 2.389 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Πηλίου με Θέα προς το Αιγαίο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Z. είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή Πέτρου Μάγνη… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του …   Dictionary of Greek

  • οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»